μικροτερίτζιν

μικροτερίτζιν
μικροτερίτζιν και μικροτερίτσιν (Μ)
ως (ουδ. επίθ.) υποκορ. τού μικρότερος, λίγο μικρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον συγκρ. μικρότερος τού μικρός + υποκορ. κατάλ. -ίτσιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”